- αθυσίαστος
- η , ο [ος , ον ]1) не принесённый в жертву; 2) не приносимый в жертву, священный;
της πατρίδας τα συμφέροντα είναι αθυσίαστα — интересы родины священны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
της πατρίδας τα συμφέροντα είναι αθυσίαστα — интересы родины священны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αθυσίαστος — η, ο [θυσιάζω] αυτός που δεν έχει θυσιαστεί … Dictionary of Greek
αθυσίαστος, -η — ο αυτός που δε θυσιάστηκε: Τα πραγματικά συμφέροντα της πατρίδας πρέπει να είναι αθυσίαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άθυτος — η, ο (Α ἄθυτος, ον και στος, ον) [θύω] αυτός που δεν έχει θυσιαστεί, αθυσίαστος νεοελλ. άσφαχτος αρχ. 1. αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θυσία ή τελετή, άνομος, παράνομος 2. αυτός που δεν είναι κατάλληλος για θυσία ή προσφορά 3. (για θεούς) αυτός… … Dictionary of Greek